- εξάμερο
- το1. εξαήμερο2. (ως επίρρ.) για έξι ημέρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάμερο — το 1. το εξαήμερο, η εξαημερία. 2. ως επίρρ., εξάμερο για έξι ημέρες, επί έξι ημέρες: Εξάμερο ταξιδεύαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)